- πεπυσθην
- πεπύσθην
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεπύσθην — πυνθάνομαι learn plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδάλιμος — κυδάλιμος, ον, θηλ. και ίμη (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («δύο δ oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «κυδάλιμον κῆρ» ευγενής καρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα άλιμος (βλ. κατάλ. ιμος)] … Dictionary of Greek